ερωτόπαθος

ερωτόπαθος
-η, -ο
ο ερωτοπαθής.
επίρρ...
ερωτόπαθα
με ερωτικό πάθος, με θερμό έρωτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερωτόπαθα — επίρρ. βλ. ερωτόπαθος …   Dictionary of Greek

  • Βέλμος, Νίκος — (1892 – 1930).Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του πεζογράφου και ποιητή Νίκου Βογιατζάκη. Νέος ακόμα, φιλοδόξησε να βοηθήσει αποτελεσματικά στην καλλιτεχνική άνοδο και ίδρυσε το Άσυλο Τέχνης (1926), όπου παρουσίαζαν έργα τους γνωστοί αλλά και νέοι ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”